αροτρίαση

αροτρίαση
η (Μ ἀροτρίασις) [αροτριώ]
το όργωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αροτρίαση — η όργωμα, άροση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀροτριάσῃ — ἀροτριάσηι , ἀροτρίασις fem dat sg (epic) ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω aor subj act 3rd sg (attic doric) ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἀροτριάζω plough aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • περιαροτρίαση — η η περιάροση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αροτρίαση «όργωμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”